μαγάρι

μαγάρι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαγάρι" в других словарях:

  • μαγάρι — (Μ μαγάρι) 1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να τό μπόρου», Ερωτόκρ.) 2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «μαγάρι ας» έστω κι αν β) «σκιάς μαγάρι» τουλάχιστον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] …   Dictionary of Greek

  • ολοκαί(γ)ω — καίω κάτι εντελώς, κατακαίω, κάνω στάχτη («μαγάρι να μ ολόκαιγε, να μέ κανεν αθάλη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»